- περικωμάζω
- Απεριέρχομαι τους δρόμους τραγουδώντας εύθυμα τραγούδια με συνοδεία οργάνων.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + κωμάζω «γυρίζω στους δρόμους χορεύοντας και τραγουδώντας»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περικωμάζειν — περικωμάζω carouse round pres inf act (attic epic) περικωμάζω carouse round pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)